-
1 ανταποκριτής
ο, ανταποκριτήςίτρια η1) корреспондент, -ка;ιδιαίτερος (ειδικός) ανταποκριτής μας — наш специальный (собственный) корреспондент;
2) агент, представитель, -ница (фирмы) -
2 корреспондент
корреспондент м о ανταποκριτής· специальный \корреспондент о ειδικός ανταποκριτής* * *мο ανταποκριτήςспециа́льный корреспонде́нт — ο ειδικός ανταποκριτής
-
3 корреспондент
-а α.-ка, -и θ.1. ανταποκριτής•газетный корреспондент ανταποκριτής εφημερίδας•
специальный корреспондент ειδικός ανταποκριτής•
собственный корреспондент ιδιαίτερος ανταποκριτής•
военный корреспондент ανταποκριτής του πολεμικού μετώπου.
2. αντεπιστολέας. -
4 корреспондент
корреспондентм ὁ ἀνταποκριτής:собственный \корреспондент ὁ ἰδιαίτερος ἀνταποκριτής· специальный \корреспондент ὁ είδικός ἀνταποκριτής· военный \корреспондент ὁ πολεμικός ἀνταποκριτής. -
5 специальный
специальн||ыйприл είδικός, ἰδιαίτερος:\специальныйый корреспондент ὁ ἰδιαίτερος ἀνταποκριτής.
См. также в других словарях:
Μαλαπάρτε, Κούρτσιο — (Curzio Malaparte, ψευδώνυμο του Curt Erich Suckert, Πράτο 1898 – Ρώμη 1957). Ιταλός συγγραφέας. Οι γονείς του είχαν γερμανική καταγωγή. Συμμετείχε ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ίδρυσε κατόπιν το περιοδικό La conquista dello Stato (Η… … Dictionary of Greek